Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Once in a blue moon






«Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι…»

Έτσι δεν  πάει εκείνη η σονάτα που ένα σεληνόφως έχει για αποδέκτη;

Με λόγια να το συντροφεύει μυστικά,

αξημέρωτα, 

αφανέρωτα  ανάμεσα στα αστέρια.

Με λόγια να λέει τον  έρωτά της.

Κι εκείνο, ζητιάνος και της πιο ασήμαντης λέξης.

Ενδυμίων αιχμάλωτος των λυρικών επιθυμιών της. 

Άφησέ με να έρθω μαζί σου…

Υπνώτισέ με να ονειρευτώ.

Και το όνειρο μια αλλιώτική ζωή φαντάζει.

Αστέρια θα 'χω να μετράω μέχρι να ξημερώσει.

Ευχές που σχίζουν το σκοτάδι.

Άφησέ με να έρθω μαζί σου…

Πολλές φορές ονειρεύτηκα να πάω πιο πέρα από αυτόν εδώ τον κόσμο.

Αυτό το «σχεδόν ποτέ σου» ,

το «σπάνιο»,

το «μια φορά στο τόσο σου»  να ζήσω.

Δεν μπορεί όμως, κάποιος λόγος σοβαρός θα με έφερε σ’ αυτήν εδώ τη ζωή.

Μα μέσα σε τόσα ψέματα που να βρεις μια τόση δα μικρή αλήθεια...

Τόση , μα τόση ερημιά σε τούτο το ασήμι!

Σε αποχαιρετώ λοιπόν...

Τις ώρες μου τις πλάνεψες με το εφήμερό σου φέγγος.

Ίσως σε κάποιο περίπατο αστρικό και πάλι να βρεθούμε.

Γι’ αυτό σου το «σχεδόν ποτέ»,

το «σπάνιο» στίχους να σου ανάψω.

Κι αν έχεις αλλάξει, 

έννοια σου Φεγγάρι μου, 

εν μέσω της νυκτός θα σε αναγνωρίσω. 



                                           Στα φεγγάρια μας...

                                              τα εφήμερα,

                                           τα αυγουστιάτικα, 

                                             τα φευγαλέα.


Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Για μια στιγμή συνειδητότητας, εκεί που τα αστέρια λιώνουν


        
               "Κάποτε ήταν μία κοπέλα που είχε χάσει τον ύπνο της. Έλεγαν πως ήταν δαιμονισμένη. Πως κάποιο κακό πνεύμα και πονηρό τη βασάνιζε με ατελείωτες νύχτες αγρύπνιας. Μία μέρα, βρέθηκε σε κάποια βρύση και τότε άκουσε μία φωνή: "Σκύψε και πιες τρεις φορές κι αργά -  αργά κατάπιε το νερό. Και όσο καταπίνεις , μη σκέφτεσαι , παρά μόνο αυτό, το νερό".
            Κι έτσι κι έκανε. Κι έγειρε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο κι αποκοιμήθηκε. Ώρες πολλές, όπως ποτέ της δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί. Όταν ξύπνησε, όλα ήταν αλλιώτικα. Έγινε καλά. Σαν όλους τους άλλους, ήσυχη κι απερίσπαστη κάθε βράδυ κοιμόταν.
            Η βρύση έγινε ξακουστή. Όσοι έπασχαν από αϋπνία, έπιναν νερό και γιατρεύονταν.
       Πέρασε καιρός και κάποτε η κοπέλα έπαψε να είναι πια καλά. Ολοένα και πιο πολύ επιθυμούσε της νύχτες της αγρύπνιας της. Σαν ζώο έλεγε πως ένοιωθε, έτσι που με τις ώρες κοιμόταν. Η αγρύπνια, έλεγε, την ξεχώριζε από τα ζώα και τους όμοιούς της. Σαν τρελή έκανε. Παρακάλεσε, ικέτευσε να έρθουν ξανά οι νύχτες της αγρύπνιας της. Χαμένος κόπος. Λένε πως τότε τρελάθηκε για τα καλά.
            Πήγε πίσω στην πηγή κι έβαλε τα δάχτυλά της βαθιά στο λαιμό να κάνει εμετό, να διώξει από μέσα της τις τρεις γουλιές. Έβαλε τα δάχτυλα  σπρώχνοντας όλο και πιο δυνατά τα τοιχώματα του λάρυγγά της. Ο εμετός ήταν ακατάσχετος, σαν αιμορραγία. Όσο όμως ξερνούσε, όσο έβγαζε τα σωθικά της , τόσο έβλεπε πως δεν θα τα καταφέρει. Οι τρεις γουλιές είχαν εισχωρήσει στα κύτταρά της , κυκλοφορούσαν στις φλέβες της. Κι έτσι θα πήγαινε  μέχρι το τέλος.
            Τρόμαξε τότε πολύ. Όμως συνέχιζε τον εμετό, έως ότου βγήκανε όλα της τα σωθικά και τίποτα μέσα της δεν έμεινε, παρά μόνο αυτές οι τρεις γουλιές νερό.  Όταν τη βρήκανε νεκρή , δεν είχε μείνει τίποτα από αυτήν. "
  Φωτεινή Τσαλίκογλου, "Έρως Φαρμακοποιός" εκδ. καστανιώτη,1997


           
           Η παραπάνω ιστορία δε θα μπορούσε να είναι παραμύθι. Όχι, τουλάχιστον για παιδιά. Είναι αποτροπιαστική. Μόνο ο άγρυπνος μπορεί να βλέπει το σκοτάδι σιγά σιγά να φθίνει και να επιτρέπει για μια στιγμή στον εαυτό του να βλέπει καθαρά.  Μία μοναδική κι ανεπανάληπτη στιγμή. Εκείνη, που τα μάτια προσπαθούν απεγνωσμένα να συμπεριλάβουν το γενικό και  υπόθεση να κάνουν για το πεπρωμένο που εμπρός τους βρίσκεται. Η κοπέλα της ιστορίας είχε ένα ιδιαίτερο χάρισμα και εξαιτίας του ίσως βρήκε και τη βρύση με την ανθρώπινη μιλιά. Εξαιτίας της επαγρύπνησής της βρήκε αυτό που φανταζόταν ότι ποθούσε. Παραδόθηκε σε αυτό και εκείνο την κατέκλυσε, την έπνιξε, την εξόντωσε.
             Δεν ξέρω πόσο και αν πραγματικά επαγρυπνούμε στις μέρες μας για να συναντήσουμε στο διάβα μας το ιδανικό, το απόλυτο, το μοναδικό, το τέλειο. Δεν ξέρω αν στο νου μας το φθάσιμο στην "Ιθάκη" έχει εδραιωθεί ή σαν υπνωτισμένοι, πειθήνια αποδεχόμαστε μια ζοφερή, αποτροπιαστική - σαν την ιστορία - πραγματικότητα. Ίσως βέβαια, κατά βάθος το γνωρίζω, αλλά αρνούμαι να το αποδεχτώ, εθελοτυφλώ, γιατί η απάντηση με πληγώνει. Φοβόμαστε για το πώς θα αντιδράσει ο εαυτός μας στο σοκ που επιφέρει εκείνη η στιγμή της ψυχικής απογύμνωσης και της νοητικής φώτισης. Και αναμφισβήτητα, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ουσία της ίδιας μας της ύπαρξης, η συντριβή είναι αναπόφευκτη.  


J. W. Waterhouse, "The Lady Clare"


Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Αντικατοπτρισμοί (Talking to the mirror)




Πάνε ώρες που παρατηρώ έναν  εύθραυστο εαυτό.

Επίμονα επιδίδομαι σε μία άσκοπη συνομιλία

και από τη διπλή φωνή κρέμομαι για να εξαπατώ  την μοναξιά μου.

Ένα βλέμμα, με μια αλλότρια φωνή, πράγματα ακατάληπτα μου γνέφει.

Πράγματα που δεν θα μάθουμε ποτέ.

Για το μάκρος του ορίζοντα και την νύχτα που πάνω του ακροβατεί.

Για το άπειρο που δεν τελειώνει πουθενά και το είδωλο που επ’ άπειρο πολλαπλασιάζεται 
μπροστά σε ένα απατηλό καθρέφτη,

 έτσι που φοβάσαι πως θα αρχίσεις να παρεκκλίνεις από την πραγματικότητα. 

Για μια στιγμή ανείπωτης χαράς που ίσως ζήσουμε

ή πίσω από ‘ένα «σχεδόν ποτέ» θα κρύψει το πρόσωπό της.

Μην τύχει και την κλέψει κάποια ζηλιάρα θλίψη, για να εξαπατά το βάθος της.

-Πόση αλήθεια κρύβεται σ’ ένα «σχεδόν ποτέ»!

- Και μια ιδέα χαράς σε μία άκρη του ουρανού είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Αυτό ποτέ μην το ξεχάσεις.

- Σε μισώ.

- Σε αγαπώ .

- Πες μου τι να κάνω; Πες μου; Να μιλάω, να μετράω, να ανασαίνω, να φοβάμαι, τι;

Τα νύχια μου ξερίζωσες για να ενηλικιωθώ. 

Και τώρα μου ζητάς με έναν χρόνο αιμοδιψή να αναμετρηθώ για τα ταριχευμένα αισθήματά μου. 

Γυμνή. 

Δίχως όπλα. 

Άνιση η μάχη.

Στο τέλος όλες οι λέξεις οδηγούν στη σιωπή.

Και ποιον αλήθεια να σαγηνέψεις με ένα εγώ σε εγκατάλειψη.